Οι «περιπέτειες» του ασφαλιστικού μας συστήματος

 

 

ΜΙΑ ΙΣΤΟΡΙΚΗ ΑΝΑΔΡΟΜΗ

Η ιστορία του ασφαλιστικού-συνταξιοδοτικού συστήματος στην Ελλάδα αποτελεί ένα χαρακτηριστικό παράδειγμα του γιατί για μια μεταρρύθμιση ή για ένα μεγάλο έργο πνοής στη χώρα απαιτούνται δεκαετίες ολόκληρες, γεμάτες ανατροπές και πισωγυρίσματα, παραφωνίες, προχειρότητα και μεγάλες σπατάλες πόρων.

Ενώ, λοιπόν, στην ηπειρωτική Ευρώπη το πρώτο σύστημα κοινωνικής ασφάλισης δημιουργήθηκε από τον Βίσμαρκ στη Γερμανία (δεκαετία 1880-1890), στην Ελλάδα το Ι.Κ.Α., όπως διαβάζουμε, θεσμοθετήθηκε με νόμο του 1932 επί πρωθυπουργίας Ελευθερίου Βενιζέλου, ωστόσο ο νόμος δεν πρόλαβε να εφαρμοστεί γιατί σύντομα άλλαξε η κυβέρνηση.

Η κυβέρνηση του Παναγή Τσαλδάρη που ακολούθησε, υποκύπτουσα στις αντιδράσεις των «ευγενών» ασφαλιστικών ταμείων της εποχής, ψήφισε νέο νόμο και το 1934 και τοποθέτησε ως πρώτο διοικητή του Ιδρύματος τον Παναγιώτη Κανελλόπουλο.

Στη συνέχεια, η κυβέρνηση Τσαλδάρη ανατράπηκε τον Οκτώβριο του 1935 από πραξικόπημα και τελικά το Ι.Κ.Α. ξεκινά τη λειτουργία του τον Δεκέμβριο του 1937, με διάταγμα του Ιωάννη Μεταξά.

Το Ι.Κ.Α. όχι μόνο δεν κατάφερε να απορροφήσει τα «ευγενή ταμεία», αλλά αντίθετα δημιουργήθηκαν και άλλα, με αποτέλεσμα το 1940 η Ελλάδα να διαθέτει 150 ταμεία!

Το 1948 επιδιώχτηκε να αναμορφωθεί το ασφαλιστικό σύστημα στην Ελλάδα, με την συμβολή Αμερικανών τεχνοκρατών που τελικά τα «βρόντηξαν και έφυγαν» το 1951.

Η ΠΑΝΣΠΕΡΜΙΑ ΤΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ συνεχίστηκε και κατά τις επόμενες δεκαετίες (π.χ. δύο-τρία ταμεία είχαν οι δημοσιογράφοι και οι εργαζόμενοι στον τύπο, άλλο οι παπάδες, άλλο η Τράπεζα της Ελλάδος, άλλο η ΕΤΕΒΑ (πρώην θυγατρική της Εθνικής Τράπεζας), άλλο…

Γενικότερα, η πολυδιάσπαση του συστήματος επέφερε καταστροφικά αποτελέσματα.

Πέρα από το αίσθημα της ανισότητας που επικράτησε μεταξύ των πολιτών σε ότι αφορά δύο πολύ βασικά αγαθά που είναι η ΥΓΕΙΑ και η ΣΥΝΤΑΞΗ, η πλέον σημαντική παρενέργεια ήταν η αδυναμία εκμετάλλευσης οικονομιών κλίμακας, με αποτέλεσμα το πολύ υψηλό λειτουργικό κόστος, την υστέρηση σε θέματα μηχανογράφησης- ψηφιοποιήσεις, την ΑΔΥΝΑΜΙΑ ΟΥΣΙΑΣΤΙΚΗΣ ΑΞΙΟΠΟΙΗΣΗΣ ΤΗΣ ΠΕΡΙΟΥΣΙΑΣ ΤΩΝ ΤΑΜΕΙΩΝ, την ύπαρξη ανεπαρκών διοικήσεων, το λαβύρινθο στο θεσμικό πλαίσιο, τον πλημμελή έλεγχο του δημοσίου και φυσικά την απίστευτη ταλαιπωρία των ασφαλισμένων όταν συνταξιοδοτούνται.

Το σύστημα «pay as you go»  <<  πληρώστε όσο πηγαίνετε >>

Τα συστήματα κοινωνικής ασφάλισης λειτουργούν με τη λογική του «pay as you go».

Σε ένα συνταξιοδοτικό πρόγραμμα μιας ιδιωτικής ασφαλιστικής εταιρείας, το εφ’ άπαξ ή η μηνιαία σύνταξη που θα λάβει ο πελάτης προκύπτουν από το άθροισμα των χρηματικών καταβολών του κατά την πολυετή διάρκεια του συμβολαίου του και των όποιων επενδυτικών αποδόσεων (εγγυημένων ή ΟΧΙ, ανάλογα με την κατηγορία του προγράμματος) που προέκυψαν από την αξιοποίηση των χρηματικών αυτών καταβολών.

Αντίθετα, στο σύστημα «pay as you go» (πληρώστε όσο πηγαίνετε ) οι σημερινοί συνταξιούχοι εισπράττουν τις συντάξεις τους από λεφτά που δεν κατέβαλαν οι ίδιοι, αλλά κυρίως από αυτά που πληρώνουν οι σημερινοί εργαζόμενοι (στην πράξη, πέραν αυτών συμβάλλει ιδιαίτερα σημαντικά και ο κρατικός Προϋπολογισμός).

 Με άλλα λόγια, η μία γενιά πριμοδοτείται από την επόμενη, δηλαδή -σχηματικά μιλώντας- οι συντάξεις των γονέων προέρχονται κυρίως από τις εισφορές των παιδιών και των εγγονών τους.

Η λογική αυτή διέθετε για την εποχή της ισχυρή υποστηρικτική βάση:

ΠΡΩΤΟΝ, οι παλαιότεροι έχουν αναθρέψει και μορφώσει την επόμενη γενιά και της έχουν αφήσει πολύ σημαντικές επενδύσεις για να τις απολαύσει. Άρα, και η επόμενη γενιά οφείλει να το ανταποδώσει αυτό μέσα από το σύστημα «pay as you go».

ΔΕΥΤΕΡΟΝ, με βάση τα δεδομένα της εποχής (ένας συνταξιούχος ανά τέσσερις εργαζόμενους, χαμηλό προσδόκιμο όριο ζωής, με μόλις 5-10 συνταξιοδοτικά έτη) το όποιο βάρος για τις επόμενες γενιές ήταν περιορισμένο και απόλυτα διαχειρίσιμο.

Τα πράγματα, όμως, στη συνέχεια άλλαξαν δραστικά και η ελληνική Πολιτεία μόλις κατά τα τελευταία χρόνια έχει ξεκινήσει να κάνει τα πρώτα δειλά βήματα για να προσαρμοστεί στα νέα δεδομένα.

Το μέσο προσδόκιμο όριο ζωής αυξήθηκε κατακόρυφα, οι νέοι ξεκινούν πολύ αργότερα τον εργασιακό τους βίο και αρκετοί από αυτούς δουλεύουν στο εξωτερικό, η ανεργία διατηρείται σε υψηλά επίπεδα, οι δαπάνες υγείας αυξάνονται κατακόρυφα, οι γεννήσεις φθίνουν και γενικότερα η αναλογία συνταξιούχων προς εργαζόμενους επιδεινώνεται χρόνο με το χρόνο, τάση που αναμένεται να συνεχιστεί και κατά τις επόμενες δεκαετίες.

Πολλά ευρωπαϊκά κράτη έσπευσαν έγκαιρα να προβλέψουν τη ροή των πραγμάτων και ανέπτυξαν εδώ και δεκαετίες υποστηρικτικές δομές συνταξιοδότησης που έχουν πλήρως ανταποδοτικό χαρακτήρα (π.χ. Επαγγελματική Ασφάλιση, ομαδικά ασφαλιστικά προγράμματα επιχειρήσεων, προγράμματα ασφαλιστικών εταιρειών), προσφέροντας, μάλιστα, και ισχυρά κίνητρα προς τους πολίτες τους για να ενταχθούν σε αυτές τις δομές.

Μέσω αυτών των προγραμμάτων μειώνεται δραστικά η επίπτωση από την επιδείνωση του δημογραφικού προβλήματος. Κάποιες χώρες, επίσης, ενίσχυσαν τα ασφαλιστικά ταμεία με πόρους από την αξιοποίηση πλουτοπαραγωγικών πηγών της χώρας (π.χ. πετρελαιοπηγές και κοιτάσματα φυσικού αερίου).

Στη χώρα μας η μέχρι τώρα ανάπτυξη της Επαγγελματικής Ασφάλισης και των συνταξιοδοτικών προγραμμάτων των ασφαλιστικών εταιρειών παραμένει αναιμική, οπότε το συνταξιοδοτικό βάρος παραμένει σχεδόν αποκλειστικά στην κοινωνική ασφάλιση.

Η «τριμερής χρηματοδότηση»

Αυτό που επίσης συμφωνήθηκε μεταξύ των κοινωνικών εταίρων και τη Πολιτείας είναι, η τριμερής χρηματοδότηση του συστήματος κοινωνικής ασφάλισης, δηλαδή η ταυτόχρονη χρηματοδότηση του συστήματος από τους εργοδότες, τους εργαζόμενους και τον κρατικό προϋπολογισμό (στην Ελλάδα τα έσοδα από τις επενδύσεις των Ταμείων είναι οριακά). Ως αποτέλεσμα, σήμερα κάτι παραπάνω από το 50% των καταβαλλόμενων παροχών προέρχονται από τις εισφορές των εργαζομένων και των επιχειρήσεων και το υπόλοιπο από τον Κρατικό Προϋπολογισμό, δηλαδή και πάλι από τους φορολογούμενους, τους εργαζόμενους, αλλά και από το δημόσιο χρέος. Η εκτίναξη της κρατικής συμμετοχής στο ασφαλιστικό σύστημα κατά την περίοδο 2000-2010 συνέβαλε και αυτή σημαντικά σε μεγάλο βαθμό στην κρίση δημοσίου χρέους που ακολούθησε.

Η τριμερής χρηματοδότηση είναι αναμφίβολα αναγκαία, προκειμένου το σύστημα κοινωνικής ασφάλισης να μπορέσει να παραμείνει όρθιο, ωστόσο έχει και αυτό τις δικές του ιδιαιτερότητες, όπως για παράδειγμα οι παρακάτω:

ΠΡΩΤΟΝ, το επίπεδο των μελλοντικών συντάξεων που θα λάβουν οι σημερινοί εργαζόμενοι θα εξαρτάται σε μεγάλο βαθμό από την τότε κατάσταση των δημόσιων οικονομικών της χώρας (για το λόγο αυτό είχαμε και τις μεγάλες περικοπές κατά την περίοδο 2010-2020). Κατ’ επέκταση, το επίπεδο των μελλοντικών συντάξεων αποτελεί συνάρτηση της πορείας της ελληνικής (και σε σημαντικό βαθμό της διεθνούς) οικονομίας κατά τα επόμενα χρόνια. Άρα, λοιπόν, επικρατεί κλίμα έντονης ανασφάλειας για το ποιες θα είναι οι συντάξιμες αποδοχές των σημερινών εργαζομένων κατά τα επόμενα χρόνια.

ΔΕΥΤΕΡΟΝ, εμφιλοχωρεί σε μεγάλο βαθμό η λογική της αποφυγής της ανάληψης του λεγόμενου «πολιτικού κόστους». Δηλαδή, είναι ανοιχτό το ενδεχόμενο λήψης κυβερνητικών αποφάσεων για το ύψος των συντάξεων, της φορολογίας, της αναπτυξιακής πολιτικής, κ.λπ. υπέρ των σημερινών συνταξιούχων και σε βάρος των επόμενων. Χαρακτηριστικά είναι τα παραδείγματα του παρελθόντος για συνταξιοδότηση σε πολύ μικρές ηλικίες και με παροχές που δεν δικαιολογούνταν από τις δυνατότητες των Ταμείων.

Γενικότερα, η ασφυκτική παρουσία του κράτους -και η τριμερής χρηματοδότηση συμβάλει σε αυτό- στα ασφαλιστικά Ταμεία μπορεί μεν να έχει συνοδευτεί από τεράστιες κεφαλαιακές ενισχύσεις κατά τα τελευταία είκοσι χρόνια, αλλά έχει πλήξει τα οικονομικά των ταμείων -ιδιαίτερα κατά το παρελθόν-, μέσα από τον τρόπο διαχείρισης της περιουσίας τους (π.χ. άτοκα αποθεματικά επί μακρά σειρά ετών και πλημμελής εκμετάλλευση των ακινήτων τους), μέσα από την άσκηση «κοινωνικής πολιτικής», που επιβάρυναν τα Ταμεία αντί απ’ ευθείας τον κρατικό Προϋπολογισμό, κ.λπ..

ΤΟΥ  - ΣΤΕΦΑΝΟΣ ΚΟΤΖΑΜΑΝΗΣ

ΟΙΚΟΝΟΜΟΛΟΓΟΣ, ΔΗΜΟΣΙΟΓΡΑΦΟΣ